- μονόβιβλον
- μονόβιβλον, τὸ, και μονόβιβλος, ὁ (ΑΜ)σύγγραμμα που αποτελείται από ένα μόνο βιβλίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + βίβλος/βιβλίον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονόβιβλον — single book neut nom/voc/acc sg μονόβιβλος single book masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοβίβλων — μονόβιβλον single book neut gen pl μονόβιβλος single book masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοβίβλῳ — μονόβιβλον single book neut dat sg μονόβιβλος single book masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόβιβλα — μονόβιβλον single book neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοβίβλιον — μονοβίβλιον, τὸ (ΑΜ) [μονόβιβλον] μικρό μονόβιβλον* … Dictionary of Greek
Σωρανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από τη Μάλλο της Κιλικίας. Έζησε τον 4o ή 3o π.Χ. αιώνα. 2. Γιατρός από την Έφεσο. Έζησε στις αρχές του 2ου μ.Χ. αι. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και άσκησε το επάγγελμα στη Ρώμη. Ανάμεσα στα πολλά συγγράμματα… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονόβιβλος — μονόβιβλος, ὁ (ΑΜ) βλ. μονόβιβλον … Dictionary of Greek